λάιγγες

λάιγγες
λά̱ϊγγες , λᾶιγξ
small stone
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυλεών — ῶνος, ὁ, Α (λακων. τ.) κόσμημα τής κεφαλής ή στέφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λακωνική λ. με επίθημα εών (πρβλ. χαλκ εών), σχηματισμένη πιθ. από αμάρτυρο τ. *πύλος και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. pula kāh «ανατρίχιασμα» και pulasti(n) «με ίσια… …   Dictionary of Greek

  • ψάφιγξ — άφιγγος, ἡ, Α (αιολ. τ.) ψήφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψᾶφος, δωρ. τ. τού ψῆφος + εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. σάλπ ιγξ, λάϊγγες)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”